σπινέλ(λ)ιος

σπινέλ(λ)ιος
ο, Ν
(ορυκτ.)
1. ορυκτό οξείδιο τού μαγνησίου και τού αργιλίου
2. ονομασία σειράς μελών μιας ομάδας πετρογενετικών υλικών τα οποία είναι ορυκτά οξείδια όπως, λ.χ., ο κόκκινος σπινέλλιος ή μαγνησιοσπινέλλιος, ο κερκυνίτης, ο γκανίτης, ο γαλαξίτης κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. spinel < ιταλ. spinella, υποκορ. τού spina «αγκάθι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”